- ταυρωπός
- I
Παραπόταμος του Αχελώου. Bλ. λ. Μέγδοβας.II
To φράγμα και η τεχνητή λίμνη στον ποταμό Ταυρωπό ή Μέγδοβα, γνωστή και ως λίμνη Πλαστήρα.
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σοφάδων.* * *-όν, θηλ. και ταυρώπις, -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. ταυρώψ, -ῶπος, ό, ἡ, Α1. αυτός που έχει όψη ταύρου, ταυροειδής2. το θηλ. Ταυρῶπις, -ώπιδοςπροσωνυμία τής Ίσιδος στη Σαμοθράκη3. (το αρσ. και θηλ.) επίκληση τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνηςαρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) ταυρωπόνσαν ταύρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ωψ /-ωπός* (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. τερατ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.